Eκεί κοντά που πλησίαζε η μέση


Καλημέρα,
Κακώς, πολύ κακώς που γνωριζόμαστε ενώ είμαι σε τόσο κακό mood…
περίμενα, δεν είναι οτι δεν περίμενα, αλλά δεν βλέπω να αλλάζει κάτι άμεσα οπότε είπα δεν βαριέσαι. Ξεκινάνε οι διακοπές μου σήμερα.. υποτίθεται, αφού πέρασα τρεις ολάκερες εβδομάδες στην γκρίζα, μουντή Αθήνα. Δεν είμαι παιδί για πόλεις που λέει και η μητέρα… ή ίσως πολύ απλά δεν είμαι παιδί για την Αθήνα… ή η Αθήνα δεν είναι πόλη… και αν λάβουμε υπ όψιν μας τα δρώμενα σήμερα, 1η Ιουλίου του 2011, ε δε φταίω και σε αυτό εγώ!
Είμαι στο πλοίο για Σύρο, High Speed 5 γράφει πάνω, αναχώρηση 7:25, άφιξη… θα δούμε! 
Σκεφτόμουν που λέτε την ιστορία μιας πολύ πολύ καλής μου φίλης.

-"Με αγαπάς?" τον ρώτησε εκείνη.
(ένα δευτερόλεπτο, δύο δευτερόλεπτα, τρία…)
"Θα σε σκοτώσω αν δεν πεις κάτι!" ούρλιαζε μέσα της…
εκείνος κοιτούσε το παράθυρο…
-"Καλά, αν δεν είσαι σίγουρος δεν πειράζει…" του είπε. 
(ένα δευτερόλεπτο, δύο δευτερόλεπτα, τρία…)
το παράθυρο παραήταν ενδιαφέρον.

Και ερωτώ…
Γιατί τον ρώτησε? Όταν θέτουμε μια ερώτηση δείχνει πως κάτι δεν γνωρίζουμε,  για κάτι δεν είμαστε σίγουροι, δε νοιώθουμε ασφαλείς με αυτό που ξέρουμε. Μπορεί να μην το μάθαμε στο σχολείο γιατί μαλλιοτραβιόμασταν με τη στρίγγλα στο διπλανό θρανίο, ή μπορεί και να μη μας το ψύθιρισε η γιαγιά μας καθώς μας νανούριζε χαιδεύοντάς μας τα μαλλιά και μοιράζωντάς μας φιλιά στο κούτελο, ή δεν μας το πε κάποιος γιατί φοβόταν ίσως να το μοιραστεί, ή δεν μας το 'πε κάποια γιατί ούτε εκείνη ήταν σίγουρη. Όπως και αν έχει, η ερώτηση της δεν είχε και ιδιαίτερη ουσία. Θέλω να πω, αυτά όλα τα "μ' αγαπάς, σ' αγαπώ", "με θες, σε θέλω", δεν θα 'πρεπε να είναι αυτονόητα? Πιστεύω πως ναι, γιατί ούτως η άλλως με το που θέτουμε μια τέτοια ερώτηση, νοιώθουμε ήδη τόσο ηλίθιοι, μικροί, ανήμποροι και αδύναμοι, αγχωνόμαστε γιατί συνειδητοποιούμε ότι δείξαμε την ανασφάλειά μας και εκτός αυτού συνειδητοποιούμε ταυτοχρόνως ότι την μεταφέραμε επισήμως και στον ερωτούμενο. Και όόόότι και αν απαντήσει ο ερωτούμενος δε θα τον πιστέψουμε εν τέλει… ειδάλλως δεν θα ρωτούσαμε καν αν ήταν τόσο εύκολο… Ας ήταν τόσο εύκολο.. Anyway

Με αυτά και με εκείνα, εκείνη ερωτεύτηκε.
Γιατι ερωτεύτηκε και γιατί εκείνον? Ήταν η ερώτησή της στο τέλος. Στην αρχή πίστευε πως όλα έγιναν στο σωστό χρόνο, σωστό τόπο, και σαφώς με τον σωστό άνθρωπο. Βεβαίως!!! Τέλοσπαντων. Στο τέλος όμως, σκεφτόταν ακριβώς το αντίθετο. Ότι ήταν ο λάθος χρόνος, λάθος τόπος, λάθος άνθρωπος. Η ίσως μόνο το πρώτο ήταν λάθος. Ποιος ξέρει. 
Ερωτεύτηκε ναι. Και δεν θυμόταν να ειχε ξαναγκρεμοτσακιστεί έτσι. Να βιώσει κατι τέτοιο σε αυτό το βαθμό. Δεν…δεν δεν!! Τόσο ευαίσθητη… τόσο ευαίσθητη που μπορούσες να τη γαργαλίσεις και να πέσει κάτω. Ήθελες να μοιραστείς κάνα χαζοανέκδοτο που.χού για τον περιβόητο Τσακ Νόρις και εκείνη γελούσε πριν καν πεις  "Τσ". Άσε που έκλαιγε ό,τι ταινία και αν έβλεπε. "Βρε γελάνε, τι κλαίς!", "Ε χαίρομαι!!"… και το εννοούσε! απλά παραχαιρόταν… Οι αισθήσεις της ξύπνησαν και λειτουργούσαν! Έβλεπε, μύριζε, ανατρίχιαζε, ένοιωθε τα πάντα! 

Τώρα δεν ήταν πια όλα ζεστά, ή κρύα ή έτσι κι έτσι… Όοοοοχι, τώρα υπήρχαν διαβαθμίσεις. Από το 1 εώς το 10.  Ξαφνικά είχε μεγάλη διαφορά αν κάτι ήταν ζεστό Νο.5 και Νο.3 ας πούμε. Και ξαφνικά το χρώμα δεν ήταν απλά ροδακινί. Ήταν ροδακινί 40% και είχε μια ιδέα σάπιου μήλου, αλλά όχι πολύ, ίσα ίσα μια ιδέα! Το κρύο νερό που έπινε πριν, τώρα το έλεγε παγωμένο, και την πονούσε και το τσάι που έπινε απ' τα πέντε της που τόσο λάτρευε, τώρα της βρωμούσε εμετίλα. Αν πριν όλες οι ημέρες ήταν ίδιες, τώρα είχε αρχίσει να ανακαλύπτει τις διαφορές. Σαφώς είναι Δευτέρα και όχι Πέμτη, γιατί τις Πέμπτες το τραμ περνάει κάθε 5 λεπτά και όχι κάθε 10. Παρατηρούσε, άκουγε, ξύπνησε! Ο φούρνος δε μύριζε πλέον απλά "βουτυρίλα", όχι όχι, το πρωί κατά τις 7 μύριζε μαρμελάδα ροδάκινο και κατά τις 12, σφολιάτα σπανάκι, και κατά τις 6 το απόγευμα σοκολάτα!  Αν περνούσες κατά τις 8 το βράδυ ίσως να μύριζε ακόμα, άρα ήταν περίπου 8 το βράδυ. Και αυτό το απαίσιο μπλε αμάξι τελικά, δεν είναι κάθε μέρα έξω από τη πόρτα της. Είναι μόνο τις Κυριακές, τις Τρίτες και Τετάρτες. 

Έμαθε το πρόγραμμά του απ' έξω, για να ξέρει πότε θα μπορούσε να τον δει, να τον ακούσει. Άλλο λοιπόν 10 το πρωί και άλλο 10.30 το πρωί… Άλλο Δευτέρα, άλλο Τρίτη… και υπήρχαν και εξαιρέσεις. Όλα ήταν ξαφνικά σημαντικά!  Άγχος. Πώς εκεί που δεν ήξερε αν πλύθηκε τελευταία φορά χθες το βράδυ ή σήμερα το πρωί, τώρα πλενόταν και χθες το βράδυ και σήμερα το πρωί. Όχι για να μυρίζει πιο ωραία και να 'ναι πεντακάθαρη τουεντυφορσέβεν… αλλά γιατί λάτρευε το πως έπεφτε το νερό πάνω της, ένοιωθε να καθαρίζουν οι πόροι στο δέρμα της και να αναπνέουν. Ένιωθε! Ένιωθε! Ένιωθε το κάθε τι!

Της έγινε τρόπος ζωής να παρατηρεί τα πάντα, όλα να ειναι σημαντικότερα απο σημαντικά, ομορφότερα άπο όμορφα, φρουτώδη και όχι απλά χρωματιστά, με καμπύλες και όχι φλατ, ολα είχαν ζωή, ουσία και λόγο ύπαρξης. Είχε όμως αρχίσει να χάνει τη γαλήνη της. Όλα αυτά ακούγονται πολύ ωραία ,αλλά δεν ήταν. Άγχος, φόβος… δεν ήταν καν πια ο εαυτός της και είχε αρχίσει να το νοιώθει και αυτό…

Αν όλα αυτά τα χρόνια έλεγες πως η ψυχή της, οι μύες της, η δυναμή της, οι επιθυμίες της, οι αξίες της, η λαχτάρα και το σύστημα της ολόκληρο σου θύμιζαν αν θες χαλασμένο καζανάκι του 40 που δεν πατιέται με τίποτα και νερό δεν ρέει βρε, που να παρακαλάς, τώρα σου θύμιζαν καταρράκτες του Ιγκουαζού και της Βικτωρίας.
Νερό με τόση ορμή? τέτοια πίεση από τέτοιο ύψος δεν έχει ξαναπέσει! όχι ποτέ! Πιο πολύ? Πιο δυνατά? δεν γινόταν…
Τι είναι όμως αυτο που την έκανε να νοιώσει έτσι? Ήταν η στιγμή που την βρήκε ευάλωτη? Ήταν Εκείνος? Ήταν η ανάγκη? η λαχτάρα? Ή μήπως φταίγαν πάλι τα φεγγάρια? Ή μήπως η βροχή που έπεφτε μπροστά τους? Ήταν μήπως ένας συντελεστής όλων των από πάνω? 

Άρχισε να αναρωτιέται όταν χρειάστηκε να βρει τρόπο να φύγει από αυτή τη κατάσταση που βρισκόταν. Όταν κατάλαβε ότι έχει χάσει τον εαυτό της και πάνω απ' 'ολα τον Άλλον. Το ένοιωσε και αυτό. Γιατί όπως το Ταngo χρειάζεται δύο, εκείνη κατέλληξε να χορεύει μόνη της με τα χέρια ψηλά, όπως της είπε κατά λέξη ο Ίδιος. Και όπως επίσης της είπε ότι κάθε φλόγα χρειάζεται οξυγόνο για να διατηρηθεί και να μεγαλώσει. Της τα είπε όλα αυτά όταν το νερό του καταρράκτη τον έπνιξε και έτσι την έχασε. Πρεπει λοιπόν να μάθει από που ήρθε αυτός ο ιός και που βρίσκεται για να μπορέσει να τον εξουδετερώσει. Να τον αποβάλλει, να τον πατήσει, να τον διαλύσει, να τον εξωντώσει! Γιατί ποιος ο λόγος ύπαρξης του καταρράκτη όταν όλα έχουν πλημμυρίσει? Ή ποιός ο λόγος να φοράει τα καλά της και να χορεύει όταν δεν υπάρχει σκηνή και φως να φωτίζει τις φιγούρες που έμαθε? Ποιός?

Ήθελα να μοιραστώ αυτή την ιστορία μαζί σας, γιατί είναι μια από τις πιο ανθρώπινες, αθώες και ταυτόχρονα λυπητερές ιστορίες που είδα να εξελίσσονται μπροστά μου. Τόση δύναμη και ενέργεια περιτριγύρισε τους δύο καρπούς αφήνοντας τους να ανθίσουν προς εντελώς λάθος κατευθύνσεις. Δύο λουλούδια που δεν άνθισαν το ένα δίπλα στο άλλο, αλλά το ένα πάνω στο άλλο. Τα πέταλά τους μπερδεύτηκαν, τα αγκάθια τους στράφηκαν εναντίον τους, έχασαν την ισορροπία τους και λύγισαν. Η βροχή και ο ήλιος δώρο, είπαν, είναι για τα άνθη. Κι όμως σε αυτή την ιστορία το ένα λουλούδι πνίγηκε απ' το πολύ νερό και το άλλο τυφλώθηκε απο τον πολύ φως. Δώρο είναι είπαν στην αρχή.
Κι όμως στην αρχή, εκεί κοντά που πλησίαζε η μέση, όταν την πήρε από το χέρι εκείνη του είπε " ταιριάζει"  και εκείνος δεν κοίταξε το παράθυρο παρά μόνο εκείνη στα μάτια… πεταλούδα έλεγε του θύμιζαν. Και τη κοιτούσε και πάλι στα μάτια και της είπε " το ξέρω" . Αυτός που δεν ρώτησε ποτέ "Με αγαπάς?" είπε "το ξέρω". και της χαμογέλασε ξανά και ξανά και ξανά. Τότε στην αρχή, εκεί κοντά που πλησίαζε η μέση.
  


Kommentare

Beliebte Posts